ἐτάζων

ἐτάζων
ἐτάζω
examine
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ετάζω — (ΑΜ ἐτάζω) (συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.) το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α Παραλειπομένων αρχ. μσν. υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ… …   Dictionary of Greek

  • ετασμός — ἐτασμός, ό (ΑΜ, Μ και ἐταγμός) [ετάζω] 1. εξέταση, διερεύνηση 2. κρίση, δοκιμασία («Κύριος δὲ μόνος καινὸν τρόπον ἔχει ἐτασμῶν, ἐτάζων γάρ ἐστι καρδίας») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”